- νησίδιο
- το (Α νησίδιον) [νήσος](υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκινεοελλ.1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς»(ανατ.-φυσιολ.) σωροί αδενικών κυττάρων που βρίσκονται μεταξύ τών αδενοκυψελών τού παγκρέατος και παράγουν την έσω έκκριση τού οργάνου, δηλαδή ινσουλίνη, γλυκαγόνη, σωματοστατίνη κ.ά. ουσίες.
Dictionary of Greek. 2013.